- ενορίτης
- οθηλ. -τισσα πιστός που ανήκει σε κάποια εκκλησιαστική ενορία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενορίτης — ο (θηλ. ενορίτισσα, η) (Μ ἐνορίτης, ο θηλ. ἐνορῑτις, η) [ενορία] 1. αυτός που ανήκει σε εκκλησιαστική ενορία 2. προϊστάμενος ενορίας, εφημέριος … Dictionary of Greek
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
enorie — ENORÍE, enorii, s.f. Parohie. – Din ngr. enoría. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 ENORÍE s. v. parohie. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime enoríe s.f., art. enoría, g. d. art … Dicționar Român